αλφισμός

αλφισμός
ο мед. альбинизм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλφισμός" в других словарях:

  • αλφισμός — Η παθολογική κατάσταση κατά την οποία ένας οργανισμός που σε κανονικές συνθήκες παρουσιάζει χρωστική, εμφανίζεται χωρίς καθόλου χρωστική. Αυτή η κατάσταση είναι κληρονομική και οφείλεται στη δημιουργία άχρωμων χρωματοφόρων κυττάρων. Τα ζώα που… …   Dictionary of Greek

  • αλφισμός — ο έλλειψη ορισμένων χρωστικών του σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλφικός — ή, ό [αλφισμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αλφισμό 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. αυτός που πάσχει από αλφισμό …   Dictionary of Greek

  • αλφός — ο (Α ἀλφός) (λέγεται για το χρώμα τού προσώπου τών λεπρών) λευκός, υπόλευκος ή αυτός που έχει λευκές κηλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλφὸς συνδέεται πιθ. ετυμολογικά με την ΙΕ ρίζα *al «λευκός, στιλπνός» και είναι συγγενής με τα λατ. albus, ουμβρ. alfu.… …   Dictionary of Greek

  • λευκισμός — ο ο αλφισμός …   Dictionary of Greek

  • μαλλιά — Το σύνολο των τριχών οι οποίες καλύπτουν το κρανίο του ανθρώπου. Το χρώμα, η όψη και το πάχος της τρίχας αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα των διάφορων φυλών και χρησιμεύουν σε ανθρωπολογικές μελέτες. Το χρώμα, που οφείλεται σε κόκκους χρωστικής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»